-
1 κνηστός
A scraped, rasped, κ. ἄρτος Artem.Eph. ap. Ath.3.111d; but λάχανα κνηστά (v.l. κνιστά) chopped up, Ar.Fr. 908 ( = Antiph.79).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνηστός
См. также в других словарях:
κνηστός — κνηστός, ή, όν (Α) [κνω] 1. ξυσμένος 2. κατακομμένος («λάχανα κνηστά», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek